- τεσσαρακαιδεκάδωρος
- τεσσαρα-και-δεκά-δωρος, vierzehn Querhände od. Handbreiten lang
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τεσσαρακαιδεκάδωρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει μήκος δεκατεσσάρων παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρακαίδεκα + δῶρον «παλάμη» (πρβλ. πεντά δωρος)] … Dictionary of Greek
τεσσαρακαιδεκάδωρα — τεσσαρακαιδεκάδωρος fourteen hand breadths long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)